Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το φαζάνι

См. также в других словарях:

  • φαζάνι — και φεζάνι, το, Ν φασιανός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. ιταλ. προελεύσεως] …   Dictionary of Greek

  • φασιανός — Ορνιθόμορφο πτηνό της οικογένειας των φασιανιδών. Κατάγεται από την Ασία, είναι συνήθως μεγάλο και έχει εντυπωσιακό φτέρωμα, ιδίως το αρσενικό. Ο κοινός ή κολχικός φ. (phasianus colchicus), που εισήχθη στην Ευρώπη από τα αρχαία χρόνια, φαίνεται… …   Dictionary of Greek

  • μαστιγούμενοι — (flagellantes). Μέλη διάφορων αδελφοτήτων ή θρησκευτικών κινημάτων στη Δύση, οι οποίοι μαστιγώνονταν για λόγους μετανοίας ή εξιλέωσης. Από τα κινήματα αυτά (τα μέλη των οποίων ονομάζονταν επίσης πειθαρχούμενοι, κουκουλοφόροι ή δερόμενοι)… …   Dictionary of Greek

  • φασιανός — ο 1. πουλί στο μέγεθος μικρής κότας, της οικογένειας Φασιανίδες, το φαζάνι, η αγριόκοτα. 2. (ζωολ.), γένος ορνιθοειδών πουλιών της οικογένειας Φασιανίδες που περιλαμβάνει πολλά είδη, των οποίων τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα είναι το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»